Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
βαρυμελής
βαρυμηνιάω
βαρύμηνις
βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρυμωροκάρδιος
βάρυνσις
βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρυπαθέω
View word page
βαρυμωροκάρδιος
stubborn and foolish

ShortDef

stubborn and foolish

Debugging

Headword:
βαρυμωροκάρδιος
Headword (normalized):
βαρυμωροκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
βαρυμωροκαρδιος
IDX:
16826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16827
Key:

Data

{'content': 'stubborn and foolish'}