Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
βαρυμελής
βαρυμηνιάω
βαρύμηνις
βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρυμωροκάρδιος
βάρυνσις
βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
View word page
βαρύμισθος
largely paid

ShortDef

largely paid

Debugging

Headword:
βαρύμισθος
Headword (normalized):
βαρύμισθος
Headword (normalized/stripped):
βαρυμισθος
IDX:
16824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16825
Key:

Data

{'content': 'largely paid'}