Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
βαρυμελής
βαρυμηνιάω
βαρύμηνις
βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρυμωροκάρδιος
βάρυνσις
βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
View word page
βαρύμαστος
with large, heavy breasts

ShortDef

with large, heavy breasts

Debugging

Headword:
βαρύμαστος
Headword (normalized):
βαρύμαστος
Headword (normalized/stripped):
βαρυμαστος
IDX:
16820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16821
Key:

Data

{'content': 'with large, heavy breasts'}