Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρύθυμος
βαρύθω
βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
βαρυμελής
βαρυμηνιάω
βαρύμηνις
βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρυμωροκάρδιος
βάρυνσις
βαρυντέον
View word page
βαρύλογος
vented in bitter words

ShortDef

vented in bitter words

Debugging

Headword:
βαρύλογος
Headword (normalized):
βαρύλογος
Headword (normalized/stripped):
βαρυλογος
IDX:
16818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16819
Key:

Data

{'content': 'vented in bitter words'}