Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυηχής
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
βαρύθω
βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
βαρυμελής
βαρυμηνιάω
βαρύμηνις
βαρύμισθος
View word page
βαρύκοτος
heavy in wrath

ShortDef

heavy in wrath

Debugging

Headword:
βαρύκοτος
Headword (normalized):
βαρύκοτος
Headword (normalized/stripped):
βαρυκοτος
IDX:
16814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16815
Key:

Data

{'content': 'heavy in wrath'}