Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυηκοΐα
βαρυήκοος
βαρυηχής
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
βαρύθω
βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
βαρυμελής
βαρυμηνιάω
View word page
βαρυκέφαλος
large-

ShortDef

large-

Debugging

Headword:
βαρυκέφαλος
Headword (normalized):
βαρυκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
βαρυκεφαλος
IDX:
16812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16813
Key:

Data

{'content': 'large-'}