Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρυηκοέω
βαρυηκοΐα
βαρυήκοος
βαρυηχής
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
βαρύθω
βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
βαρυμελής
View word page
βαρυκαρπέω
bear a heavy crop of fruit, Aegyptus
ShortDef
bear a heavy crop of fruit, Aegyptus
Debugging
Headword:
βαρυκαρπέω
Headword (normalized):
βαρυκαρπέω
Headword (normalized/stripped):
βαρυκαρπεω
IDX:
16811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16812
Key:
Data
{'content': 'bear a heavy crop of fruit, Aegyptus'}