Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρύζηλος
βαρυηκοέω
βαρυηκοΐα
βαρυήκοος
βαρυηχής
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
βαρύθω
βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
βαρύμαστος
View word page
βαρυκάρδιος
heavy, slow of heart

ShortDef

heavy, slow of heart

Debugging

Headword:
βαρυκάρδιος
Headword (normalized):
βαρυκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
βαρυκαρδιος
IDX:
16810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16811
Key:

Data

{'content': 'heavy, slow of heart'}