Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρυεργής
βαρύζηλος
βαρυηκοέω
βαρυηκοΐα
βαρυήκοος
βαρυηχής
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
βαρύθω
βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
βαρύλλιον
βαρύλογος
βαρύλυπος
View word page
βαρύθω
to be weighed down
ShortDef
to be weighed down
Debugging
Headword:
βαρύθω
Headword (normalized):
βαρύθω
Headword (normalized/stripped):
βαρυθω
IDX:
16809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16810
Key:
Data
{'content': 'to be weighed down'}