Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρύδουπος
βαρυεγκέφαλος
βαρυεργέω
βαρυεργής
βαρύζηλος
βαρυηκοέω
βαρυηκοΐα
βαρυήκοος
βαρυηχής
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
βαρύθω
βαρυκάρδιος
βαρυκαρπέω
βαρυκέφαλος
βαρύκομπος
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρυλαῖλαψ
View word page
βαρυθυμέω
to be weighed down: to be heavy at heart

ShortDef

to be weighed down: to be heavy at heart

Debugging

Headword:
βαρυθυμέω
Headword (normalized):
βαρυθυμέω
Headword (normalized/stripped):
βαρυθυμεω
IDX:
16806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16807
Key:

Data

{'content': 'to be weighed down: to be heavy at heart'}