Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρύγλωσσος
βαρύγουνος
βαρύγυιος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονία
βαρυδαίμων
βαρύδακρυς
βαρύδεσμος
βαρύδικος
βαρύδιον
View word page
βαρύγδουπος
loud-thundering, loud-roaring
ShortDef
loud-thundering, loud-roaring
Debugging
Headword:
βαρύγδουπος
Headword (normalized):
βαρύγδουπος
Headword (normalized/stripped):
βαρυγδουπος
IDX:
16784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16785
Key:
Data
{'content': 'loud-thundering, loud-roaring'}