Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρουλκός
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρύγλωσσος
βαρύγουνος
βαρύγυιος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονία
βαρυδαίμων
βαρύδακρυς
βαρύδεσμος
βαρύδικος
View word page
βαρυβρώς
gnawing, corroding

ShortDef

gnawing, corroding

Debugging

Headword:
βαρυβρώς
Headword (normalized):
βαρυβρώς
Headword (normalized/stripped):
βαρυβρως
IDX:
16783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16784
Key:

Data

{'content': 'gnawing, corroding'}