Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάρος
βαρουλκός
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρύγλωσσος
βαρύγουνος
βαρύγυιος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαιμονία
βαρυδαίμων
βαρύδακρυς
βαρύδεσμος
View word page
βαρύβρομος
loud-roaring, loud-sounding

ShortDef

loud-roaring, loud-sounding

Debugging

Headword:
βαρύβρομος
Headword (normalized):
βαρύβρομος
Headword (normalized/stripped):
βαρυβρομος
IDX:
16782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16783
Key:

Data

{'content': 'loud-roaring, loud-sounding'}