Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βαρκαῖος
Βάρκας
βαρκίων
βᾶρον
βᾶρος
βάρος
βαρουλκός
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρύγλωσσος
βαρύγουνος
βαρύγυιος
View word page
βαρυαχής
heavy with woe
ShortDef
heavy with woe
Debugging
Headword:
βαρυαχής
Headword (normalized):
βαρυαχής
Headword (normalized/stripped):
βαρυαχης
IDX:
16777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16778
Key:
Data
{'content': 'heavy with woe'}