Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βᾶρις
βαρίτης
Βαρκαῖος
Βάρκας
βαρκίων
βᾶρον
βᾶρος
βάρος
βαρουλκός
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
βαρύγλωσσος
View word page
βαρυαής
breathing hard

ShortDef

breathing hard

Debugging

Headword:
βαρυαής
Headword (normalized):
βαρυαής
Headword (normalized/stripped):
βαρυαης
IDX:
16775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16776
Key:

Data

{'content': 'breathing hard'}