Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βάριον
βᾶρις
βαρίτης
Βαρκαῖος
Βάρκας
βαρκίων
βᾶρον
βᾶρος
βάρος
βαρουλκός
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγδουπος
View word page
βαρύ
perfume

ShortDef

perfume

Debugging

Headword:
βαρύ
Headword (normalized):
βαρύ
Headword (normalized/stripped):
βαρυ
IDX:
16774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16775
Key:

Data

{'content': 'perfume'}