Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρίβας
Βάριον
βᾶρις
βαρίτης
Βαρκαῖος
Βάρκας
βαρκίων
βᾶρον
βᾶρος
βάρος
βαρουλκός
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
View word page
βαρουλκός
lifting-screw

ShortDef

lifting-screw

Debugging

Headword:
βαρουλκός
Headword (normalized):
βαρουλκός
Headword (normalized/stripped):
βαρουλκος
IDX:
16773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16774
Key:

Data

{'content': 'lifting-screw'}