Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάρηκες
βάρημα
βάρησις
βαρίβας
Βάριον
βᾶρις
βαρίτης
Βαρκαῖος
Βάρκας
βαρκίων
βᾶρον
βᾶρος
βάρος
βαρουλκός
βαρύ
βαρυαής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυαχθής
βαρυβάμων
βαρυβόας
View word page
βᾶρον
spice

ShortDef

spice

Debugging

Headword:
βᾶρον
Headword (normalized):
βᾶρον
Headword (normalized/stripped):
βαρον
IDX:
16770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16771
Key:

Data

{'content': 'spice'}