Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀθερίζω
ἀθερίνη
ἀθέριστος
ἀθέρμαντος
ἄθερμος
ἀθερολόγιον
ἀθερώδης
ἀθεσία
ἀθεσμία
ἀθέσμιος
ἀθεσμόβιος
ἀθεσμόλεκτρος
ἀθεσμοφάγος
ἄθεστος
ἀθέσφατος
ἀθετέω
ἀθέτημα
ἀθετήσιμος
ἀθέτησις
ἀθετητέον
ἀθέτητος
View word page
ἀθεσμόβιος
living a lawless life, lawless

ShortDef

living a lawless life, lawless

Debugging

Headword:
ἀθεσμόβιος
Headword (normalized):
ἀθεσμόβιος
Headword (normalized/stripped):
αθεσμοβιος
IDX:
1676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1677
Key:

Data

{'content': 'living a lawless life, lawless'}