Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρβιτίζω
βαρβιτιστής
βάρβιτος
βαρβιτῳδός
Βαρβούλας
βάρδοι
βαρέω
βάρηκες
βάρημα
βάρησις
βαρίβας
Βάριον
βᾶρις
βαρίτης
Βαρκαῖος
Βάρκας
βαρκίων
βᾶρον
βᾶρος
βάρος
βαρουλκός
View word page
βαρίβας
one that goes in a boat

ShortDef

one that goes in a boat

Debugging

Headword:
βαρίβας
Headword (normalized):
βαρίβας
Headword (normalized/stripped):
βαριβας
IDX:
16763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16764
Key:

Data

{'content': 'one that goes in a boat'}