Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρβαρόω
βαρβαρώδης
Βαρβάτιος
βάρβιλος
βαρβιτίζω
βαρβιτιστής
βάρβιτος
βαρβιτῳδός
Βαρβούλας
βάρδοι
βαρέω
βάρηκες
βάρημα
βάρησις
βαρίβας
Βάριον
βᾶρις
βαρίτης
Βαρκαῖος
Βάρκας
βαρκίων
View word page
βαρέω
to weigh down, depress

ShortDef

to weigh down, depress

Debugging

Headword:
βαρέω
Headword (normalized):
βαρέω
Headword (normalized/stripped):
βαρεω
IDX:
16759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16760
Key:

Data

{'content': 'to weigh down, depress'}