Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαροκτόνος
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
βαρβαρώδης
Βαρβάτιος
βάρβιλος
βαρβιτίζω
βαρβιτιστής
βάρβιτος
βαρβιτῳδός
Βαρβούλας
βάρδοι
βαρέω
View word page
βαρβαρόω
make barbarous
ShortDef
make barbarous
Debugging
Headword:
βαρβαρόω
Headword (normalized):
βαρβαρόω
Headword (normalized/stripped):
βαρβαροω
IDX:
16749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16750
Key:
Data
{'content': 'make barbarous'}