Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαροκτόνος
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
βαρβαρώδης
Βαρβάτιος
βάρβιλος
βαρβιτίζω
βαρβιτιστής
βάρβιτος
βαρβιτῳδός
Βαρβούλας
βάρδοι
View word page
βαρβαρόφωνος
speaking a foreign tongue

ShortDef

speaking a foreign tongue

Debugging

Headword:
βαρβαρόφωνος
Headword (normalized):
βαρβαρόφωνος
Headword (normalized/stripped):
βαρβαροφωνος
IDX:
16748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16749
Key:

Data

{'content': 'speaking a foreign tongue'}