Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαροκτόνος
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
βαρβαρώδης
Βαρβάτιος
βάρβιλος
βαρβιτίζω
βαρβιτιστής
βάρβιτος
βαρβιτῳδός
Βαρβούλας
View word page
βαρβαροφωνέω
speak Greek barbarously

ShortDef

speak Greek barbarously

Debugging

Headword:
βαρβαροφωνέω
Headword (normalized):
βαρβαροφωνέω
Headword (normalized/stripped):
βαρβαροφωνεω
IDX:
16747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16748
Key:

Data

{'content': 'speak Greek barbarously'}