Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαροκτόνος
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
βαρβαρώδης
Βαρβάτιος
βάρβιλος
βαρβιτίζω
View word page
βαρβαρόομαι
to become barbarous

ShortDef

to become barbarous

Debugging

Headword:
βαρβαρόομαι
Headword (normalized):
βαρβαρόομαι
Headword (normalized/stripped):
βαρβαροομαι
IDX:
16743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16744
Key:

Data

{'content': 'to become barbarous'}