Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαροκτόνος
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
βαρβαρώδης
View word page
βαρβαρισμός
barbarism

ShortDef

barbarism

Debugging

Headword:
βαρβαρισμός
Headword (normalized):
βαρβαρισμός
Headword (normalized/stripped):
βαρβαρισμος
IDX:
16740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16741
Key:

Data

{'content': 'barbarism'}