Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαροκτόνος
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
βαρβαρόφωνος
βαρβαρόω
View word page
βαρβαρικός
barbaric, foreign, like a foreigner

ShortDef

barbaric, foreign, like a foreigner

Debugging

Headword:
βαρβαρικός
Headword (normalized):
βαρβαρικός
Headword (normalized/stripped):
βαρβαρικος
IDX:
16739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16740
Key:

Data

{'content': 'barbaric, foreign, like a foreigner'}