Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
βαρβαροκτόνος
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαροστομία
βαρβαρότης
βαρβαροφωνέω
View word page
βαρβαρίζω
to behave like a barbarian, speak like one

ShortDef

to behave like a barbarian, speak like one

Debugging

Headword:
βαρβαρίζω
Headword (normalized):
βαρβαρίζω
Headword (normalized/stripped):
βαρβαριζω
IDX:
16737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16738
Key:

Data

{'content': 'to behave like a barbarian, speak like one'}