Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαριστί
View word page
βάραθρον
a gulf, pit

ShortDef

a gulf, pit

Debugging

Headword:
βάραθρον
Headword (normalized):
βάραθρον
Headword (normalized/stripped):
βαραθρον
IDX:
16731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16732
Key:

Data

{'content': 'a gulf, pit'}