Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
βαρβάρα
βαρβαρίζω
βαρβαρίκιον
βαρβαρικός
View word page
βαπτός
dipped, dyed, bright-coloured

ShortDef

dipped, dyed, bright-coloured

Debugging

Headword:
βαπτός
Headword (normalized):
βαπτός
Headword (normalized/stripped):
βαπτος
IDX:
16729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16730
Key:

Data

{'content': 'dipped, dyed, bright-coloured'}