Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
βαρβάρα
View word page
βαπτισμός
a dipping in water, ablution

ShortDef

a dipping in water, ablution

Debugging

Headword:
βαπτισμός
Headword (normalized):
βαπτισμός
Headword (normalized/stripped):
βαπτισμος
IDX:
16726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16727
Key:

Data

{'content': 'a dipping in water, ablution'}