Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
βαραθρώδης
βάρακος
βάραξ
View word page
βάπτισμα
baptism
ShortDef
baptism
Debugging
Headword:
βάπτισμα
Headword (normalized):
βάπτισμα
Headword (normalized/stripped):
βαπτισμα
IDX:
16725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16726
Key:
Data
{'content': 'baptism'}