Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
βάραθρος
View word page
βαπτίζω
to dip in
ShortDef
to dip in
Debugging
Headword:
βαπτίζω
Headword (normalized):
βαπτίζω
Headword (normalized/stripped):
βαπτιζω
IDX:
16722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16723
Key:
Data
{'content': 'to dip in'}