Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βάραθρον
View word page
βάπτης
dipper, bather
ShortDef
dipper, bather
Debugging
Headword:
βάπτης
Headword (normalized):
βάπτης
Headword (normalized/stripped):
βαπτης
IDX:
16721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16722
Key:
Data
{'content': 'dipper, bather'}