Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
βαπτός
View word page
βανωτός
vase

ShortDef

vase

Debugging

Headword:
βανωτός
Headword (normalized):
βανωτός
Headword (normalized/stripped):
βανωτος
IDX:
16719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16720
Key:

Data

{'content': 'vase'}