Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
βαπτιστής
View word page
βαναυσουργός
handicraftsman

ShortDef

handicraftsman

Debugging

Headword:
βαναυσουργός
Headword (normalized):
βαναυσουργός
Headword (normalized/stripped):
βαναυσουργος
IDX:
16718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16719
Key:

Data

{'content': 'handicraftsman'}