Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστήριον
View word page
βαναυσουργία
handicraft

ShortDef

handicraft

Debugging

Headword:
βαναυσουργία
Headword (normalized):
βαναυσουργία
Headword (normalized/stripped):
βαναυσουργια
IDX:
16717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16718
Key:

Data

{'content': 'handicraft'}