Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
βαπτισμός
View word page
βαναυσουργέω
follow a mere mechanical art
ShortDef
follow a mere mechanical art
Debugging
Headword:
βαναυσουργέω
Headword (normalized):
βαναυσουργέω
Headword (normalized/stripped):
βαναυσουργεω
IDX:
16716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16717
Key:
Data
{'content': 'follow a mere mechanical art'}