Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
βάπτισμα
View word page
βάναυσος
mechanical
ShortDef
mechanical
Debugging
Headword:
βάναυσος
Headword (normalized):
βάναυσος
Headword (normalized/stripped):
βαναυσος
IDX:
16715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16716
Key:
Data
{'content': 'mechanical'}