Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
βάπτισις
View word page
βαναυσικός
of or for artisans

ShortDef

of or for artisans

Debugging

Headword:
βαναυσικός
Headword (normalized):
βαναυσικός
Headword (normalized/stripped):
βαναυσικος
IDX:
16714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16715
Key:

Data

{'content': 'of or for artisans'}