Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
βαπτικός
View word page
βαναυσία
handicraft, the practice of a mere mechanical art
ShortDef
handicraft, the practice of a mere mechanical art
Debugging
Headword:
βαναυσία
Headword (normalized):
βαναυσία
Headword (normalized/stripped):
βαναυσια
IDX:
16713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16714
Key:
Data
{'content': 'handicraft, the practice of a mere mechanical art'}