Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
βαπτίζω
View word page
βάμμα
that in which a thing is dipped, dye

ShortDef

that in which a thing is dipped, dye

Debugging

Headword:
βάμμα
Headword (normalized):
βάμμα
Headword (normalized/stripped):
βαμμα
IDX:
16712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16713
Key:

Data

{'content': 'that in which a thing is dipped, dye'}