Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
βάξις
βάπτης
View word page
βαμβάκτης
highway, causeway

ShortDef

highway, causeway

Debugging

Headword:
βαμβάκτης
Headword (normalized):
βαμβάκτης
Headword (normalized/stripped):
βαμβακτης
IDX:
16711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16712
Key:

Data

{'content': 'highway, causeway'}