Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
βανωτός
View word page
βαμβάκιον
cotton

ShortDef

cotton

Debugging

Headword:
βαμβάκιον
Headword (normalized):
βαμβάκιον
Headword (normalized/stripped):
βαμβακιον
IDX:
16709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16710
Key:

Data

{'content': 'cotton'}