Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
βαναυσουργός
View word page
βαμβαίνω
to chatter with the teeth

ShortDef

to chatter with the teeth

Debugging

Headword:
βαμβαίνω
Headword (normalized):
βαμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
βαμβαινω
IDX:
16708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16709
Key:

Data

{'content': 'to chatter with the teeth'}