Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
βαναυσουργία
View word page
βᾶμα
step
ShortDef
step
Debugging
Headword:
βᾶμα
Headword (normalized):
βᾶμα
Headword (normalized/stripped):
βαμα
IDX:
16707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16708
Key:
Data
{'content': 'step'}