Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργέω
View word page
βαλσαμῶδες
bark

ShortDef

bark

Debugging

Headword:
βαλσαμῶδες
Headword (normalized):
βαλσαμῶδες
Headword (normalized/stripped):
βαλσαμωδες
IDX:
16706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16707
Key:

Data

{'content': 'bark'}