Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
View word page
βάλσαμον
balsam-tree, Balsamodendron Opobalsamum

ShortDef

balsam-tree, Balsamodendron Opobalsamum

Debugging

Headword:
βάλσαμον
Headword (normalized):
βάλσαμον
Headword (normalized/stripped):
βαλσαμον
IDX:
16705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16706
Key:

Data

{'content': 'balsam-tree, Balsamodendron Opobalsamum'}