Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
View word page
βαλσαμίνη
balsaminum
ShortDef
balsaminum
Debugging
Headword:
βαλσαμίνη
Headword (normalized):
βαλσαμίνη
Headword (normalized/stripped):
βαλσαμινη
IDX:
16704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16705
Key:
Data
{'content': 'balsaminum'}