Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βαλλήν
βαλλητύς
βαλλίζω
βάλλις
βαλλισμός
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βᾶμα
βαμβαίνω
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμμα
View word page
βάλλω
to throw

ShortDef

to throw

Debugging

Headword:
βάλλω
Headword (normalized):
βάλλω
Headword (normalized/stripped):
βαλλω
IDX:
16702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16703
Key:

Data

{'content': 'to throw'}